- ζουζουνίζω
- αμετ. жужжать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζουζουνίζω — και ζουζουρίζω (για έντομα) παράγω τον γνωστό ήχο «ζζζ...», βουίζω, ζιζινίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. ζουζουνίζω < ζουζούνι ο τ. ζουζουρίζω < ζουζουνίζω κατά τα ρ. σε ουρίζω (πρβλ. νια ουρίζω, γουργ ουρίζω, κλαψ ουρίζω κ.τ.ό.)] … Dictionary of Greek
ζουζουνίζω — ισα (για έντομα), παράγω το γνωστό ήχο των εντόμων (ζου... ζου...), βουίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζιζινίζω — ζουζουνίζω, βουίζω, σιγοτραγουδώ, υποτονθορύζω … Dictionary of Greek
ζουζούνισμα — το [ζουζουνίζω] το αποτέλεσμα τού ζουζουνίζω, ο ήχος «ζζζ...» που παράγεται από μερικά έντομα, το βούισμα, ο βόμβος εντόμων … Dictionary of Greek
ζουζουρίζω — βλ. ζουζουνίζω … Dictionary of Greek
ζούζουρας — ο έντομο που παράγει βοή, κάθε έντομο που κάνει βόμβο όταν πετά, ο βάβουλας ή η βάβουλα, η χρυσόμυγα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. πρόκειται για ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο ζου ζου (πρβλ. ζουζούνι) κατά τα βάβουρας, μπάμπουρας κ.τ.ό. ή για υποχωρητικό… … Dictionary of Greek